Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Πλεόνασμα βαρβαρότητας





Παναγιώτης Σωτήρης

Η εξαγγελία Σαμαρά ότι το 2015 η χώρα θα μπορέσει να έχει όχι απλώς πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και δημοσιονομικό πλεόνασμα, δηλ. ακόμη και μετά την αποπληρωμή τόκων, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με προκαταβολική εξαγγελία κοινωνικού πολέμου.
Δεν θα σταθούμε στο στοιχείο εξαπάτησης που έχει,  ούτως ή άλλως, η εξαγγελία πλεονασμάτων, όταν αυτή στηρίζεται στην αυθαίρετη παραδοχή ότι οι τεράστιες ενισχύσεις δημόσιου χρήματος προς το τραπεζικό σύστημα δεν αποτελούν «δημόσια έξοδα» και κατά συνέπεια δεν αυξάνουν το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο, εάν συνυπολογίζονταν οι ενισχύσεις προς τις τράπεζες, θα έφθανε για το 2013 στο ύψος των 15,887 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πάνω από όλα θα σταθούμε στην  ίδια την ουσία της εξαγγελίας Σαμαρά. Είναι προφανές ότι για να μπορέσει να υπάρξει ένα τόσο μεγάλο πλεόνασμα που να μπορεί να καλύπτει και τις ανάγκες αποπληρωμής τόκων και ληξιπρόθεσμων ομολόγων που για το 2014 προβλέπονται να φτάσουν τα 33,6 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2015 τα 25,9 δισεκατομμύρια ευρώ, χρειάζεται μεγάλη αύξηση των εσόδων ή / και μείωση δαπανών. Όμως, με δεδομένη την όλη συνθήκη ύφεσης και συρρίκνωσης της οικονομίας αλλά και το γεγονός ότι τα μεγαλεπήβολα σχέδια για δεκάδες δισεκατομμύρια έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μετατράπηκαν σε μαζική εκποίηση μπιρ παρά (αγγλιστί fire sale) δημόσιας περιουσίας, ένας μόνος δρόμος μένει: ένας ακόμη πιο άγριος γύρος δραματικών περικοπών δαπανών.
Όπως συνέβη με το «πρωτογενές πλεόνασμα» έτσι και το «δημοσιονομικό πλεόνασμα» θα το μετρήσουμε σε νέα  μαζικά κύματα απολύσεων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε νέες μειώσεις σε μισθούς και σε συντάξεις, σε ακόμη περισσότερα κλειστά σχολεία και νοσοκομεία. Αυτό θα σημαίνει ένα μόνιμο πλεόνασμα φτώχειας, ακύρωσης των όποιων πρακτικών αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, επιδείνωσης των πλευρών ανθρωπιστικής κρίσης που ήδη είναι παραπάνω από εμφανή, διάλυσης των δημόσιων υποδομών.
Ακόμη χειρότερα, η διάλυση του κοινωνικού ιστού και η αποπτώχευση μιας κοινωνίας γίνονται οι αναγκαίες συνθήκες για να «ψηφίσουν οι αγορές», για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη αγαπημένη έκφραση του πρωθυπουργού. Όσο περισσότερο ακυρώνεται κάθε έννοια δημοκρατικής συζήτησης και αντιπαράθεσης για τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής, τόσο περισσότερο μεταβαίνουμε σε μια «δημοκρατία των επενδυτών», σε μια διαδικασία απόφασης όπου όλα κρίνονται με βάση την απαίτηση, ιδίως από τη μεριά των αγορών χρήματος, για άμεση απόδοση και εύκολη κερδοφορία.
Ότι αυτή η πλήρης υποταγή στις απαιτήσεις των αγορών, που αποτελεί άλλωστε και τον πυρήνα της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, σήμερα επενδύεται ιδεολογικά σε εθνικό στόχο δεν αποτελεί μόνο ένδειξη της ηγεμονικής  ρηχότητας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Αποτυπώνει, επίσης, και μια διεστραμμένη προσπάθεια να επενδυθεί φαντασιωτικά η κοινωνική καταστροφή, να αποτελεί αντικείμενο επιθυμίας η ίδια η συνθήκη της εξαθλίωσης. Αρκεί μια ματιά στη έντεχνα σκηνοθετημένη αναμονή των ανακοινώσεων πλεονασμάτων στα δελτία των 8 για να φανεί ο μηχανισμός αυτός.
Γι’ αυτό το λόγο και είναι δομικά αλυσιτελής κάθε προσπάθεια να αρθρωθεί μια άλλη πολιτική που δεν θα στηρίζεται σε μια δομική «αλλαγή παραδείγματος». Η συμμόρφωση προς την τήρηση των δανειακών συμβάσεων και των όρων αποπληρωμής του χρέους, η υπεράσπιση «εξ αριστερών» της δυνατότητας πλεονασμάτων, η αποδοχή του ευρώ ως απόλυτου ορίου, μικρά περιθώρια αφήνουν για ανακοπή ενός δρόμου καταστροφής, παρά μόνο με την μορφή επίσης φαντασιωτικών επικλήσεων για ένα «Σχέδιο Μάρσαλ».
Απέναντι στην κυνική βιοπολιτική της απελπισίας που σήμερα εκβιάζει τα θύματα να επενδύσουν ιδεολογικά στην ίδια τη συνθήκη απελπισίας τους, η όποια επικοινωνιακή διαχείριση της δυνατότητας ενός άλλου δρόμου  μικρή υπηρεσία προσφέρει. Ακόμη χειρότερα, βάζοντας στο απυρόβλητο τον πυρήνα του ζητήματος – την πειθαρχική λειτουργία του ευρώ, των ευρωπαϊκών συνθηκών και του μηχανισμού του χρέους – συντηρούν την αίσθηση ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος» και τη μετατροπή της αγανάκτησης σε κυνικό εξατομικευμένο αγώνα για την επιβίωση. Μόνο που έτσι η ανατροπή γίνεται πολυκαιρισμένο σύνθημα σε αφίσα και όχι συλλογική δράση...

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Η πραγματική συντεχνία





Παναγιώτης Σωτήρης

«Να ηττηθεί το συντεχνιακό κράτος» κραύγαζε το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής την Κυριακή 30 Μάρτη, αναφερόμενο στο υπό ψήφιση πολυνομοσχέδιο, με τη γνωστή έπαρση μιας εφημερίδας που έχει φορτωθεί το ιερό χρέος της τζιχάντ υπέρ του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».

Και αναρωτιέται κανείς: ποιες είναι αυτές οι συντεχνίες, ποιο είναι το κράτος τους και με ποιο τρόπο κυριαρχούν μέχρι τώρα; Δηλαδή, όπως συνάγεται από την εφημερίδα, ως τώρα, συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών ετών, τη χώρα την κυβερνούν οι φαρμακοποιοί που διεκδικούν να μην μπορεί κανείς να παίρνει φάρμακα μαζί με τις καραμέλες (και κατά συνέπεια σαν τις καραμέλες), οι κτηνοτρόφοι που παραδόξως θεωρούν ότι έχει νόημα να διατηρήσουμε τη διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο γάλα και το φρέσκο βούτυρο, οι μακροχρόνια άνεργοι που εάν έβρισκαν δουλειά (πόσοι άραγε;) μπορούσαν να πληρωθούν μισθό με τις τριετίες της προϋπηρεσίας τους, το σύνολο των μισθωτών που θα δουν το ασφαλιστικό σύστημα να καταρρέει επειδή μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που θα μπορούν να απολύονται ανά πάσα στιγμή, λ.χ. επειδή έπιασαν το γιο του πρωθυπουργού να αντιγράφει (αν και αυτό γινόταν και πριν θεσμοθετήσει η Βουλή την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ).

Όσο παράδοξο και εάν ακούγεται, ακόμη και σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά από νεοφιλελεύθερες πένες που αναπαράγουν επίμονα το ίδιο τροπάρι: Στην Ελλάδα υπάρχουν συντεχνίες που κρατούν ψηλά τους μισθούς και δεν τους αφήνουν να πέσουν στα 200 ευρώ, ώστε να μπορεί πλέον ο εργοδότης να πάρει δύο εργαζόμενους στη θέση του ενός των 400 ευρώ, που δεν αφήνουν νέους συμβολαιογράφους, γιατρούς, φαρμακοποιούς να στήσουν από ένα μαγαζί σε κάθε τετράγωνο για να μοιραστούν τον… τεράστιο όγκο εργασιών, που δεν επιτρέπουν στον οποιοδήποτε να βγαίνει στο δρόμο και να αλιεύει πελάτες με οποιοδήποτε όχημα, που στα νοσοκομεία αρνούνται να συμμορφωθούνε με τις εντολές πλήρους κατάρρευσης του συστήματος υγείας.

Άλλωστε, η ιστορία πάει παλιά. Ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ακόμη και σε εποχές δηλαδή που διανοητικά οι περισσότεροι τους τοποθετούσαν ένα –μικρό– σκαλοπάτι πάνω από τους κυνηγούς των UFO, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι νεοφιλελεύθεροι ήταν συνειδητά και μεθοδικά να προβάλουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, με κομβική πλευρά την εικόνα της πλήρους άλωσης του κράτους και της κοινωνίας από τα συνδικάτα και τις «συντεχνίες». Για τον Χάγεκ, για παράδειγμα, το αμερικανικό κράτος της δεκαετίας του 1950 ήταν απλώς ένα σκαλοπάτι κάτω από τη Σοβιετική Ένωση ως προς την κλίμακα επιβολής του κράτους. Μικρή σημασία είχε ότι στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις, ήδη από τότε, τα συνδικάτα έκαναν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις ή ότι στην πραγματικότητα η επιρροή των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων, σε όλες τις «δυτικές» δημοκρατίες παρέμεινε σταθερά αυξανόμενη σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Αυτό που μέτραγε ήταν η δημιουργία ενός εύκολου στόχου στον οποίο να μπορούν να αποδοθούν όλα τα δεινά.

Όμως, στην ελληνική περίπτωση, αυτή η προσπάθεια παίρνει πλέον τα χαρακτηριστικά ενός εξόφθαλμου κυνισμού. Γιατί στην πραγματικότητα όντως υπάρχει ένα κράτος των συντεχνιών: Της συντεχνίας των εισαγωγέων τροφίμων και των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ που θέλουν να κερδοσκοπήσουν πάνω στην εξαθλίωση μιας κοινωνίας που κάνει οικονομία ακόμη και στα τρόφιμά της, προσφέροντάς κακής ποιότητας γάλα και κατεψυγμένο ψωμί. Της συντεχνίας των «επενδυτών» που ετοιμάζονται να πάρουν μπιρ παρά ακόμη περισσότερες δημόσιες εκτάσεις. Της συντεχνίας των δουλεμπόρων που πλέον θα μπορούν να υπενοικιάζουν εργαζομένους και στα έργα του δημοσίου. Και πάνω από όλα της συντεχνίας των τραπεζιτών, που θα μπορέσουν ανενόχλητοι να αγοράσουν τις τράπεζες -που οι ίδιοι υπερχρέωσαν και τα λεφτά των φορολογουμένων διέσωσαν- και μάλιστα ούτε καν με δικά τους χρήματα.

Όποιος αντέξει να διαβάσει το πολυνομοσχέδιο, του γίνεται εμφανές όχι μόνο ότι η κυβέρνηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα αυτών ακριβώς των συγκεκριμένων συντεχνιών, αλλά και ότι απλώς ψηφίζει τους νόμους που αυτές οι συντεχνίες της γράφουν και της εγχειρίζουν.

Αυτές είναι οι πραγματικές συντεχνίες σήμερα. Αυτές αντιμετωπίζουν μια ολόκληρη κοινωνία σαν αναλώσιμο υλικό. Αυτές ελέγχουν τόσο το κράτος όσο και μια «πολιτική τάξη» που γραπώνεται απλώς από μια εξουσία που την εξασφαλίζουν κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και είναι έτοιμη να ξεπουλήσει την ψήφο και την ανύπαρκτή συνείδησή της για μερικές ώρες επιπλέον δημοσιότητας. Οι συντεχνίες που, όντως, πρέπει να ηττηθούν.

(πρώτη δημοσίευση στη στήλη ΕΝ ΠΟΜΠΑΙΣ της ιστοσελίδας του περιοδικού ufollow http://unfollow.com.gr/web-only/11871-syntehn/)

Το κυνικό μέρισμα




Παναγιώτης Σωτήρης


Η ολοκλήρωση της συμφωνίας με την Τρόικα έχει οδηγήσει σε έναν παροξυσμό αναπαραγωγής της ίδιας αφήγησης περί της σταθεροποίησης και της επερχόμενης ανάπτυξης, που προσπαθεί να συγκαλύψει το ίδιο το πραγματικό πρόσωπο των νέων μέτρων που περιλαμβάνει η  συμφωνία. Η ανακοινωμένη κατάργηση του οικογενειακού επιδόματος και των παροχών τοκετού του ΟΑΕΔ, η προοπτική μείωσης του επιδόματος ανεργίας, που ούτως ή άλλως είναι εξευτελιστικά χαμηλό και δεν αφορά πλέον την πλειοψηφία των ανέργων, η σχεδιαζόμενη νέα μείωση των συντάξεων, εφόσον η μείωση εισφορών επιταχύνει την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος, η απελευθέρωση των απολύσεων, η επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα ως προς τα συνδικαλιστικά δικαιώματα,  οι νέοι γύροι απολύσεων στο δημόσιο τομέα, η απελευθέρωση της ιδιωτικής δράσης, η κατάργηση του... φρέσκου γάλακτος, όλα αυτά σηματοδοτούν στην πραγματικότητα ένα νέο μνημόνιο.

Ισχύει, όμως, και ο οικονομικός απολογισμός πίσω από αυτή την αφήγηση; Η άποψη της κυβέρνησης είναι ότι κάποια στιγμή η ύφεση θα υποχωρήσει γιατί θα φτάσουμε σε έναν πυρήνα οικονομικών δραστηριοτήτων που δεν θα μπορεί να απομειωθεί άλλο και επομένως κάθε επιπλέον παρέμβαση ή επένδυση αναγκαστικά θα οδηγεί σε ανάκαμψη. Μόνο που αυτό κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι. Καταρχάς τα ίδια τα μέτρα λιτότητας, οι νέες περικοπές δαπανών του δημοσίου, οι απολύσεις και η αύξηση της ανεργίας αντικειμενικά συντηρούν τη δυναμική ύφεσης. Έπειτα, δεν είναι καθόλου δεδομένο το διεθνές περιβάλλον: ο διαφαινόμενος περιορισμός των αμερικανικών ενέσεων ρευστότητας ενδέχεται να περιορίσει τους ρυθμούς ανάπτυξης παγκόσμια ή ακόμη και να ενεργοποιήσει υφεσιακές τάσεις που θα κάνουν ακόμη πιο δύσκολο το διεθνές περιβάλλον για την ελληνική οικονομία. Όμως, πέρα των άμεσων δυναμικών, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η μακροχρόνια επιβολή συνθήκης απαξίωσης παραγωγικών δυνατοτήτων θα πυροδοτήσει «ανάκαμψη», δεδομένου και του εμπεδωμένου κυνισμού των εργοδοτικών πρακτικών στην Ελλάδα.

Γι’ αυτό και καθόλου σίγουρη δεν θα πρέπει να θεωρούμε την επιστροφή σύντομα την ανάπτυξη. Success story ούτε ήρθε, ούτε και πρόκειται να έρθει. Θα συνεχίσουν, όμως, πολλά μικρά success stories, επιχειρηματιών που θα απολαμβάνουν εξευτελιστικές συνθήκες εργασίας και αμοιβής, τραπεζιτών που θα ελέγχουν τράπεζες κατά βάση με δημόσιο χρήμα, επενδυτών που θα αγοράσουν μπιρ παρά φιλέτα δημόσιων εκτάσεων αλλά και περιουσιών, την ίδια ώρα που η κοινωνία θα βυθίζεται στην κατάθλιψη και τον εξατομικευμένο επιβιωτισμό.

Ίσως μάλιστα το τελευταίο να είναι και ο πραγματικός πολιτικός υπολογισμός. Η επίμονη και συστηματική αποκαρδίωση μιας κοινωνία, η εμπέδωση μιας συνθήκης μειωμένων προσδοκιών, η αποδιάρθρωση συλλογικών αναγνωρίσεων και απαιτήσεων, είναι η σημαντικότερη επένδυση των κυρίαρχων δυνάμεων. Ο στόχος είναι μια κοινωνία που θα θεωρεί διέξοδο τα mini jobs και τα voucher, που θα μπορεί να δεχτεί κάθε εξευτελισμό αρκεί να μπορεί να επιβιώσει, που θα είναι έτοιμη, όντως, να μετατραπεί σε μια μεγάλη «Ειδική Οικονομική Ζώνη». Αλλά και που θα διοχετεύει την οργή της είτε στον φασιστικό κανιβαλισμό, ή – ιδίως τώρα που ο νεοναζισμός αποδείχτηκε κάπως πολιτικά ασύμφορος – στον μεταμοντέρνο τηλεφιλελευθερισμό του «Ποταμιού».

Αυτό είναι το πραγματικό κυνικό μέρισμα της περιόδου. Είναι μια αργή και επίμονη βιοπολιτική του φόβου, της ανασφάλειας, της επιβίωσης, της εξατομίκευσης. Πάνω σε αυτό θα επιδιωχθεί να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα. Με τον ίδιο τρόπο που ο δωσιλογισμός ανασυγκροτήθηκε σε μετεμφυλιακό κράτος, πάνω στην ταπείνωση των λαϊκών στρωμάτων και την αγιοποίηση του «εργολάβου».

Το κυνικό μέρισμα δεν απαντιέται με την απλή κατάδειξη ότι υπάρχει εφικτή κυβερνητική αλλαγή σε άλλη κατεύθυνση. Όχι γιατί δεν υπάρχει ανάγκη πολιτικής ανατροπής, αλλά γιατί η βιοπολιτική του κυνισμού δεν απαντιέται απλώς με την ύπαρξη, συμμετρικά, μιας εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Απαντιέται με το να σταματήσει ο φαύλος κύκλος της αποκαρδίωσης, της εξατομίκευσης, του επιβιωτισμού, με το ξαναβρεί η κοινωνία τη αυτοπεποίθηση και τη συλλογικότητά της, την εμπιστοσύνη της ότι μπορεί και να συγκρουστεί και να κινήσει. Αλλά αυτό σημαίνει παρέμβαση και σκέψη πολύ πέρα από την απλή αναζήτηση «φρέσκων και άφθαρτων» προσώπων.

(πρώτη δημοσίευση στη στήλη ΕΝ ΠΟΜΠΑΙΣ της ιστοσελίδας του περιοδικού unfollow)


Η Ελλάδα που μισούμε


Παναγιώτης Σωτήρης

Δεν ξέρω εάν ο Σταύρος Θεοδωράκης συνειδητά επέλεξε για το περιβόητο «Ποτάμι» του να συγκεντρώσει ό,τι χειρότερο περιφέρεται στην ελληνική κοινωνία, αλλά σίγουρα τα κατάφερε.  Η ανακοίνωση των υποστηρικτών της κίνησής του θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα tableau vivant της Ελλάδας του κυνισμού, της πολιτικής, δημοσιογραφικής και ακαδημαϊκής αρπαχτής, του μνημονιακού χατζηαβατισμού, αυτού του εσμού καθεστωτικών τυχοδιωκτών που αρέσκονται να (αυτο)παρουσιάζονται ως η φωτισμένη ελίτ του τόπου.

Μέσα σε αυτή την πραγματική λίστα της ντροπής μπορεί κανείς να βρει: Τον εθνικό μας διαφημιστή που χρόνια τώρα αρέσκεται να πλασάρεται ως διανοούμενους με βάθος, ενώ δεν ξέφυγε ποτέ από τα πνευματικά όρια της διαφήμισης της Κόκα Κόλα. Το άκρον άκρον άωτον του ακαδημαϊκού κυνισμού, τη μοναδική περίπτωση φιλοσόφου όπου το απόλυτα αβαθές της σκέψης πάει χέρι-χέρι με τον πιο σκληρό αυταρχισμό που θεωρεί τους φοιτητές πεδίο εξάσκησης για τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Μια εντυπωσιακή περίπτωση εξωμότη που, αφού εξαργύρωσε τα αρχικά διαπιστευτήριά του ως ιστορικού της Αριστεράς, σήμερα έχει αναχθεί σε πρωταθλητή της αντικομμουνιστικής ηλιθιότητας, ένα σκαλοπάτι πάνω από τις αλήστου μνήμης φωτογραφίες με τα κονσερβοκούτια και τους κουβάδες με τα μάτια. Έναν καθηγητή δημόσιας διοίκησης που περιφέρεται ως ο «καλύτερος δημόσιος υπάλληλος της χώρας» χωρίς να έχει εργαστεί ούτε μια ώρα στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Δημοσιογράφους που έχτισαν την καριέρα τους ως υπάλληλοι μυστικών υπηρεσιών (και μάλιστα πλέον της μίας χώρας). Νεοφιλελεύθερους καθηγητές πανεπιστημίων. «Πετυχημένους» (κατά δήλωσή τους) επαγγελματίες, αν ο επαγγελματισμός ταυτίζεται με τις καλές δημόσιες σχέσεις. Εν πολλοίς ένα (αυτό)ανακυκλούμενο παρεάκι που συμπυκνώνει ό,τι αξίζει να μισούμε σε αυτή τη χώρα.

Αυτή δεν είναι η Ελλάδα της δημιουργίας. Αυτή είναι η Ελλάδα που όταν εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες υποφέρουν από την ανεργία, κατορθώνει να πλουτίζει με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις. Είναι η Ελλάδα που όταν οι νέοι περιφέρονται στην εργασιακή απελπισία, εξασφαλίζει δεύτερες και τρίτες θέσεις εργασίας -κατά προτίμηση δε, αργομισθίας. Είναι η Ελλάδα που όταν χιλιάδες άνθρωποι μάτωναν κυριολεκτικά στις διαδηλώσεις και πνίγονταν στα δακρυγόνα, ελεεινολογούσε τη «βία του όχλου». Είναι η Ελλάδα που καθημερινά, επίμονα, με ευλαβική συνέπεια πίνει στην υγεία των κορόιδων.  

Είναι ένα παρεάκι που έμαθε να κάνει πολιτική μόνο με κονέ, με συναλλαγές και υπολογισμό. Που δεν έχει ούτε παιδεία, ούτε όραμα. Που ο νεοφιλελευθερισμός τους είναι αποκλειστικά ατομικός: ατομικά τα βίτσια, ατομικές οι αρετές. Που μπορεί πάντα να πουλήσει ο ένας τον άλλον με την πρώτη ευκαιρία.

Ότι αυτοί οι άνθρωποι σήμερα έρχονται να αυτοπαρουσιαστούν ως η ελπίδα και οι «δημιουργικές δυνάμεις» του τόπου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αλαζονεία με την οποία, ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου, συχνά τα στελέχη ολοκληρωτικών καθεστώτων έχουν υπερασπιστεί το έργο τους. Δείχνει όμως και τη βαθύτερη πεποίθησή τους ότι στο τέλος αυτοί θα είναι νικητές, ότι στο τέλος απώλειες θα έχουν οι άλλοι, οι αντίπαλοί τους. Μόνο που αυτοί, οι αντίπαλοί τους, είμαστε όλες και όλοι εμείς.

Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος μας. Ο κατάλογος των υποστηρικτών του Θεοδωράκη προσωποποιεί τον αντίπαλο. Προσωποποιεί την Ελλάδα που πρέπει να ηττηθεί, τους ανθρώπους που στο τέλος αυτής της μάχης πρέπει να φύγουν ηττημένοι, μαζί με το σκηνικό που εκπροσωπούν. Όλα αυτά τα «λαμπερά» πρόσωπα στο τέλος πρέπει να βρεθούν αυλακωμένα από την απόρριψη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γιατί το χαμόγελο αξίζει να βρίσκεται σε άλλα πρόσωπα: αυτούς που άντεξαν τη ανεργία, τις απολύσεις, το ξύλο, την επισφάλεια, που αντιστάθηκαν στην κατάθλιψη, που -έστω και στην κορύφωση της απελπισίας- δεν έπαψαν να αγωνίζονται.

Αυτή που πρέπει να αντέξει και να νικήσει είναι η Ελλάδα του Λάζαρου, που άμα δεις το χαμόγελό του σε διαδήλωση μπορείς να αντιμετωπίσεις όλα τα χημικά και το ξύλο· της Δέσποινας που θα κάνει τα πάντα πάνω κάτω για να μην χαθεί ούτε μια θέση εργασίας στο Υπουργείο της· του Πάνου και της Όλγας που παίρνουν πάνω τους τον πόνο και την αρρώστια μιας ολόκληρης πόλης· του Γρηγόρη που σπάει τα χέρια του γιατί αρνείται να το παίξει απλώς «εκπρόσωπος» · του Τάσου και του Γιώργου που επιμένουν ότι χρειαζόμαστε ακόμη καλά αριστερά βιβλία· του Λευτέρη που δεν φοβάται απειλές εάν είναι να βγάλει την είδηση· της Ειρήνης που όταν δεν τρέχει για τις απολύσεις, εξασφαλίζει ότι οι βιβλιοθήκες είναι προσβάσιμες στους τυφλούς φοιτητές.

Όλων αυτών και τόσων άλλων που μας δίνουν ελπίδα. Ότι όσα ποτάμια κυνισμού και εάν κυλήσουν, στο τέλος θα χαμογελάμε μόνο εμείς.

(πρώτη δημοσίευση στη στήλη ΕΝ ΠΟΜΠΑΙΣ της ιστοσελίδας του περιοδικού Unfollow)